- διακυβερνώ
- διακυβέρνησα, ασκώ την πολιτική εξουσία, διοικώ μια χώρα: Ο πρωθυπουργός διακυβερνά τη χώρα με πυγμή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διακυβερνώ — διακυβερνώ, διακυβέρνησα βλ. πίν. 60 Σημειώσεις: διακυβερνώ : σπάνια η κλίση κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ), στον προφορικό λόγο … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διακυβερνώ — (Α διακυβερνῶ, άω) κυβερνώ, διοικώ, διευθύνω … Dictionary of Greek
διακυβέρνηση — η (Α διακυβέρνησις, εως) [διακυβερνώ] η πράξη τού διακυβερνώ … Dictionary of Greek
κακοδιοικώ — (Μ κακοδιοικῶ, έω) διοικώ άσχημα, διακυβερνώ με κακό τρόπο χώρα, δήμο, επιχείρηση, νοικοκυριό, κ.λπ … Dictionary of Greek
κυβερνώ — (AM κυβερνῶ, άω) 1. διοικώ το κράτος, διευθύνω πολιτεία ή ομάδα ανθρώπων (α. «κυβέρνησε δημοκρατικά επί οχτώ χρόνια» β. «τής πόλεως πάντα κυβερνώσα», Πλάτ. γ. «πάντα γὰρ τά τ οὖν πάρος τά τ εἰσέπειτα σῇ κυβερνῶμαι χερί», Σοφ.) 2. (συν. σχετικά με … Dictionary of Greek
συνδιακυβερνώ — άω, ΜΑ διακυβερνώ μαζί με άλλον … Dictionary of Greek
τιμονεύω — Ν [τιμόνι] 1. (κυρίως στον Ερωτόκρ.) χειρίζομαι το τιμόνι, πηδαλιουχώ 2. μτφ. α) καθοδηγώ β) διακυβερνώ με ιδιαίτερη φροντίδα και επιτυχία, ιδίως σε περιπτώσεις οικονομικών ή άλλων δυσχερειών, κουμαντάρω («νοικοκυρά πρεπούμενη ξέρει και… … Dictionary of Greek
διοικώ — διοίκησα, διοικήθηκα, διοικημένος, διευθύνω, διακυβερνώ: Διοικεί μια μεγάλη ξενοδοχειακή μονάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τιμονιάρω — και τιμονιάζω 1. κρατώ το τιμόνι, οδηγώ: Τιμονιάρει καλά το αυτοκίνητό του. 2. διακυβερνώ, διοικώ, κουμαντάρω: Ο στρατηγός τιμονιάρει καλά τη μάχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)